- πρωτοΰπνιο
- το / πρωτοΰπνιον, ΝΜΑ, και πρωτοΰπνι Ν, και πρωθύπνιον ΜΑο πρώτος ύπνοςμσν.-αρχ.η πρώτη φρουρά τής νύχτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -ύπνιον (< ὕπνος), πρβλ. εν-ύπνιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωθύπνιον — τὸ, ΜΑ βλ. πρωτοΰπνιο … Dictionary of Greek